αστασία

αστασία
η
1) см. αστάθεια; 2) мед. астазия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αστασία" в других словарях:

  • ἀστασία — ἀστασίᾱ , ἀστασία unsteadiness fem nom/voc/acc dual ἀστασίᾱ , ἀστασία unsteadiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίᾳ — ἀστασίᾱͅ , ἀστασία unsteadiness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστασία — η (AM ἀστασία) [άστατος] 1. η αστάθεια, η έλλειψη σταθερότητας 2. ναυτ. χαρακτηρισμός του άστατου καιρού. Η λέξη δηλώνει, κυρίως, την αστάθεια του ανέμου ως προς την ένταση και τη διεύθυνσή του …   Dictionary of Greek

  • αστασία — η (ιατρ.), ανικανότητα για ορθοστασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστασίας — ἀστασίᾱς , ἀστασία unsteadiness fem acc pl ἀστασίᾱς , ἀστασία unsteadiness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίαι — ἀστασίᾱͅ , ἀστασία unsteadiness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίαν — ἀστασίᾱν , ἀστασία unsteadiness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίην — ἀστασία unsteadiness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίῃσι — ἀστασία unsteadiness fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՀԱՍՏԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0181 Chronological Sequence: 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ἁστασία, τὸ ἁσύστατον inconstantia Անհաստատն գոլ. յողդողդութիւն. տկարութիւն. անստուգութիւն. ընդունայնութիւն. *Հեթանոսական ուսմանցն անհաստատութիւն. Նիւս. սքանչ.: *Քարոզութեանն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»